δυήπαθος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
δυήπαθον, = δυηπαθής, h.Merc.486.
Spanish (DGE)
-ον penoso ἐργασίη h.Merc.486.
German (Pape)
[Seite 671] dasselbe, H. h. Merc. 486, l. d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
accablé de maux ; qui supporte ses maux.
Étymologie: δύη, πάσχω.
Greek Monotonic
δυήπᾰθος: -ον (παθεῖν), αυτός που υποφέρει πολλά, ταλαίπωρος, βασανισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
δυήπᾰθος: мучительный, трудный (ἐργασίη HH).