θρηνῳδέω
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
sing a dirge over, τινα E.IA1176.
German (Pape)
[Seite 1218] ein Klagelied singen, Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chanter un chant plaintif sur, acc..
Étymologie: θρηνῳδός.
Russian (Dvoretsky)
θρηνῳδέω: оплакивать в скорбной песне (τινα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θρηνῳδέω: ᾄδω θρῆνον διά τινα, τινα Εὐρ. Ι. Α. 1176.
Greek Monotonic
θρηνῳδέω: μέλ. -ήσω, τραγουδώ θρηνητικό άσμα για κάποιον, τινά, σε Ευρ.