μολπαῖος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
μολπαῖον, tuneful, ἀοιδάν Erinn.6.7.
German (Pape)
[Seite 200] zum Gesange gehörig, sangreich, ἀοιδά, Erinn. 3 (VII, 712).
Russian (Dvoretsky)
μολπαῖος: певучий (ἀοιδή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μολπαῖος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς μολπήν, ἀοιδή Ἤριννα 5.
Greek Monolingual
μολπαῖος, -ον (Α) μολπή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μολπή, αρμονικός, μελωδικός.