καματηδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv. laboriously, Man.4.622.
German (Pape)
[Seite 1316] mühselig, Man. 4, 622.
Greek (Liddell-Scott)
καματηδόν: Ἐπίρρ. (κάματος) μετὰ καμάτου, κόπου, Μανέθων 4. 622.
Greek Monolingual
καματηδὸν (Μ)
επίρρ. με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, στιχηδόν)].