ἐξαμπρεύω
From LSJ
English (LSJ)
haul out, Ar.Lys.289.
Spanish (DGE)
arrastrar c. ac. ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ' ἄνευ κανθηλίου Ar.Lys.289.
German (Pape)
[Seite 867] herauswinden, -schleppen, Ar. Lys. 289.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαμπρεύω: вытаскивать, выволакивать (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαμπρεύω: ἐξέλκω, ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ’ ἄνευ κανθηλίου Ἀριστοφ. Λυσ. 289.
Greek Monolingual
ἐξαμπρεύω (Α) έξαμπρον
σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ' ἐξαμπρεύσομεν τοῦτ' ἄνευ κανθηλίου» — και πώς θα το τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.).