τρωκτικός
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
τρωκτική, τρωκτικόν, greedy, Ph.2.269, Tz.ad Lyc.213: pecul. fem. τρωκτίς, ίδος, Id. ad Hes.Op.702.
Greek (Liddell-Scott)
τρωκτικός: -ή, -όν, ἀδηφάγος, λαίμαργος, ἄπληστος, Φίλων 2. 269, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 213· ὡσαύτως τὸ ἀνώμαλον θηλ. τρωκτίς, ίδος, ὁ αὐτ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 702.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρωκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρώκτης
αυτός που κόβει κάτι με τα δόντια του, που το ροκανίζει
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρωκτικό
μτφ. τρώκτης, καταχραστής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. βλ. τρωκτικά
μσν.-αρχ.
αυτός που τρώει κάτι με λαιμαργία, αδηφάγος.