περικάμνω
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
make great efforts, ἐπεὶ Καῖσάρ εἰμι καὶ περικέκμηκα τὸ κλῖνον ἀναλήμψεσθαι PFay.20ii 14 (iii/iv A.D.).
Greek Monolingual
Α
καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, κοπιάζω πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κάμνω «καταβάλλω προσπάθεια»].