φλυζάκιον

From LSJ
Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλυζάκιον Medium diacritics: φλυζάκιον Low diacritics: φλυζάκιον Capitals: ΦΛΥΖΑΚΙΟΝ
Transliteration A: phlyzákion Transliteration B: phlyzakion Transliteration C: flyzakion Beta Code: fluza/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of φλύκταινα, Hp.Coac.112, Acut. (Sp.) 26, Cels.5.28.15; cf. φυσάκια.

German (Pape)

[Seite 1293] τό, dim. zu φλύκταινα, Bläschen, Galen. aus Hippocr. erkl. ψυδράκιον.

Greek (Liddell-Scott)

φλυζάκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ φλύκταινα, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 133, πρβλ. 401. 7· παρ’ Ἡσυχ. φυσάκια, τά.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. μικρή φλύκταινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος του ιατρικού λεξιλογίου σχηματισμένος από το ρ. φλύζω / φλύω είτε με τη σημ. «βράζω, ξεχειλίζω, αναβλύζω» (για υγρό που βράζει) είτε με τη σημ. «φουσκώνω, πρήζομαι» (για τις σημ. βλ. λ. φλύω) με επίθημα -άκιον (< ουσ. σε -αξ, -ακος), πρβλ. σπινθηρ-άκιον: σπινθήρ.

Frisk Etymology German

φλυζάκιον: {phluzákion}
See also: s. φλύκταινα.
Page 2,1030