κατατεθαρρηκότως
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of καταθαρρέω, boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατατεθαρρηκότως adv., zie καταθαρρέω.
German (Pape)
dreist, zuversichtlich, Pol. 1.86.5 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
κατατεθαρρηκότως: adv. храбро, отважно Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κατατεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους πεποιθότως, τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει ἀνειμένως και κ.
Greek Monolingual
κατατεθαρρηκότως (Α)
επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. του ρ. καταθαρρώ].