παραμάχαιρον
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
[μᾰ], τό, side-dagger, colloquial word, Eust.413.39.
German (Pape)
[Seite 489] τό, dasselbe, Eust. 413, 39.
Greek (Liddell-Scott)
παραμάχαιρον: τό, πρόχειρον μικρὸν ἐγχειρίδιον τῆς ζώνης, Εὐστ. 413.39· παραμαχαιρίδιον: «ἀκινάκης: ἔστι δὲ ἐγχειρίδιον βαρβαρικὸν ὅ φασιν οἱ Ἕλληνες παραμαχαιρίδιον» Φαβωρῖν. κτλ.