πριονώδης
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
πριονῶδες, like a saw, serrated, Thphr. HP 1.10.5; κῶλα AP 7.196 (Mel.); σχήματα Clytus 1; in form πρῑονοειδής, Gal.2.737. Adv. πριονωδῶς Dsc.1.108, al. [ῐ in APl.c.]
German (Pape)
[Seite 702] ες, = πριονοειδής; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
c. πριονοειδής.
Étymologie: πρίων, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πριονώδης -ες [1. πρίων, εἶδος] getand als een zaag, met zaagtanden.
Russian (Dvoretsky)
πρῐονώδης: (ῐ) пилообразный, зазубренный (κῶλα, sc. τέττιγος Anth.).
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πρίων, -ονος)
πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῖς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.).
επίρρ...
πριονωδῶς Α
με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά.
Greek Monotonic
πριονώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πριόνι, σε Ανθ. (ῐ, χάριν μέτρου).
Greek (Liddell-Scott)
πρῑονώδης: -ες, = πριονοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. πρίων].
Middle Liddell
πριον-ώδης, ες εἶδος
like a saw, Anth. [ῐ, metri grat.]