πρόπυλον
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
τό, freq. in plural, = προπύλαια, Hdt.2.91, Hp.Epid.4.42, S.El. 1375, E.HF523, etc.: in sg., IG12.891, Arist.Ath.15.4, AP6.114 (Simm.), IG22.1046. 13, Inscr. in PFay.p.32, Plu.2.363f, etc.
German (Pape)
[Seite 741] τό, wie προπύλαιον, der Vorhof; Soph. El. 1367; Eur. Herc. Fur. 523, τὰ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ, Plat. Ax. 371 b.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vestibule d'un temple, d'un palais.
Étymologie: πρό, πύλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόπυλον -ου, τό [πρό, πύλη] meestal plur., poortgebouw (voor een tempel).
Russian (Dvoretsky)
πρόπῠλον: τό тж. pl. Her., Soph. etc. = προπύλαιον.
Greek Monotonic
πρόπῠλον: τό (πύλη), στον πληθ. όπως προπύλαια, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον ενικ., σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπῠλον: τό, (πύλη) τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ταυτόσημον τῷ προπύλαια, τά, Ἡρόδ. 2. 91, Ἱππ. 1136C, Σοφ. Ἠλ. 1375, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 523, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀνθ. Π. 6. 114, Πλούτ. 2. 363F, Συλλ. Ἐπιγρ. 2661, 3192, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
πρόπῠλον, ου, τό, πύλη
in pl., like προπύλαια, Hdt., Soph., etc.; in sg., Anth.