πρόπυλον

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπυλον Medium diacritics: πρόπυλον Low diacritics: πρόπυλον Capitals: ΠΡΟΠΥΛΟΝ
Transliteration A: própylon Transliteration B: propylon Transliteration C: propylon Beta Code: pro/pulon

English (LSJ)

τό, freq. in plural, = προπύλαια, Hdt.2.91, Hp.Epid.4.42, S.El. 1375, E.HF523, etc.: in sg., IG12.891, Arist.Ath.15.4, AP6.114 (Simm.), IG22.1046. 13, Inscr. in PFay.p.32, Plu.2.363f, etc.

German (Pape)

[Seite 741] τό, wie προπύλαιον, der Vorhof; Soph. El. 1367; Eur. Herc. Fur. 523, τὰ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ, Plat. Ax. 371 b.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vestibule d'un temple, d'un palais.
Étymologie: πρό, πύλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόπυλον -ου, τό [πρό, πύλη] meestal plur., poortgebouw (voor een tempel).

Russian (Dvoretsky)

πρόπῠλον: τό тж. pl. Her., Soph. etc. = προπύλαιον.

Greek Monotonic

πρόπῠλον: τό (πύλη), στον πληθ. όπως προπύλαια, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον ενικ., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπῠλον: τό, (πύλη) τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ταυτόσημον τῷ προπύλαια, τά, Ἡρόδ. 2. 91, Ἱππ. 1136C, Σοφ. Ἠλ. 1375, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 523, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀνθ. Π. 6. 114, Πλούτ. 2. 363F, Συλλ. Ἐπιγρ. 2661, 3192, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

πρόπῠλον, ου, τό, πύλη
in pl., like προπύλαια, Hdt., Soph., etc.; in sg., Anth.