Κίσσιος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
α, ον, of or from Cissia, in southern Persia, γῆ Hdt.5.49, etc.; κισσία ἰηλεμίστρια hired mourner, A.Ch.423(lyr.).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Kissie, en Susiane.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
Κίσσιος: II ὁ киссиец (представитель племени в Сузиане) Her.
киссийский Aesch.: Κισσίη γῆ или χώρη Her. = Κισσία.
Greek (Liddell-Scott)
Κίσσιος: -α, -ον, ὁ ἐκ Κισσίας τῆς νοτίου Περσίας, Ἡρόδ. 5. 49, κτλ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, γυνὴ ᾄδουσα ἐκτεθηλυμμένον θρῆνον, Αἰσχύλ. Χο. 423· πρβλ. Μαριάνδυνος, Μυσός.
Greek Monotonic
Κίσσιος: -α, -ον, από την Κισσία της νότιας Περσίας, σε Ηρόδ.· Κισσία ἰηλεμίστρια, θλιμμένη γυναίκα από την Κισσιά, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Κίσσιος, η, ον
of or from Cissia in southern Persia, Hdt.; Κισσία ἰηλεμίστρια a Cissian mourner, Aesch.