ἱκέτις
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
(parox.), ιδος, ἡ, fem. of ἱκέτης, Hdt.4.165, 9.76, A.Supp.350,428 (both lyr.), S.OT 920, IG4.951.4 (Epid.), A.R.4.743, etc.
German (Pape)
[Seite 1248] ιδος, ἡ, fem. zu ἱκέτης; πρὸς σὲ ἱκέτις ἀφῖγμαι Soph. O. R. 920; Aesch. Suppl. 345; sp. D., Mel. 32 (XII, 19); in Prosa, τινός, Her. 4, 165.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
adj. f.
suppliante.
Étymologie: fém. de ἱκέτης.
Russian (Dvoretsky)
ἱκέτις: ιδος (ῐκ) ἡ просящая защиты, молящая об убежище (ἱ. φυγὰς περίδρομος Aesch.; ἱ. καὶ ἀφ᾽ ἑστίας ἠγμένη Arst.): ἡ Φερετίμη Ἀρυάνδεω ἱ. ἕζετο Her. Феретима пришла молить Арианда о защите; ἱ. ἀφῖγμαι Soph. я пришла молить о заступничестве.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκέτις: ῐ, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἱκέτης, Ἡρόδ. 4. 165., 9. 76, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 349, 429, Σοφ. Ο. Τ. 920 κτλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἱκέτις: [ῐ], -ιδος, ἡ, θηλ. του ἱκέτης, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἱ˘κέτις, ιδος [fem. of ἱκέτης, Hdt., Soph., etc.]