κοινογενής

From LSJ
Revision as of 05:36, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP) opp\. (\w+)," to "opp. $1,")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινογενής Medium diacritics: κοινογενής Low diacritics: κοινογενής Capitals: ΚΟΙΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: koinogenḗs Transliteration B: koinogenēs Transliteration C: koinogenis Beta Code: koinogenh/s

English (LSJ)

κοινογενές, hybridizing,opp. ἰδιογενής, φύσις Pl.Plt. 265e.

German (Pape)

[Seite 1468] ές, gemeinschaftlich erzeugt, aus der Gemeinschaft zweier verschiedener Gattungen entsprungen, φύσις Plat. Polit. 265 d, Gegensatzδιογενής.

Russian (Dvoretsky)

κοινογενής: происходящий от разных пород, смешанный (φύσις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κοινογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς μίξεως δύο διαφόρων γενῶν, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογενής, Πλάτ. Πολιτ. 265E· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

κοινογενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γενής (< γένος), πρβλ. παγγενής, συγγενής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινογενής -ές [κοινός, γένος] hybride:. ἐπιμέλεια … κοινογενοῦς φύσεως toezicht op fokken van kruisingen Plat. Plt. 265e.