πνίξ

From LSJ
Revision as of 01:49, 24 September 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνίξ Medium diacritics: πνίξ Low diacritics: πνιξ Capitals: ΠΝΙΞ
Transliteration A: pníx Transliteration B: pnix Transliteration C: pniks Beta Code: pni/c

English (LSJ)

πνῐγός, ἡ, choking, suffocation, Hp.Aph.4.34, etc.; of women, αἱ ὑστερικαὶ πνίγες Dsc.3.45,140, cf. Aret.SA2.11 tit.

German (Pape)

[Seite 641] ιγός, ἡ, das Ersticken, Würgen, wenn Einem die Luft ausgeht, Hippocr.; auch = πνιγαλίων.

Greek (Liddell-Scott)

πνίξ: -ῑγός, ἡ, πνιγμός, αἴσθησις πνιγμοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1250 κτλ.· ― ἐπὶ γυμαικῶν, αἱ ὑστερικαὶ πνῖγες Διοσκ. 3. 52· ἡ ὑστ. πνίξ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11· οὕτως, αἱ ὑστερικῶς πνιγόμεναι Ὀρειβάσ. 309 Matth.

Greek Monolingual

-ιγός, ἡ, Α πνίγω
1. πνιγμός
2. ιατρ. αρρώστια, ὁμοια με την κυνάγχη, στην οποία, κατά τη διάρκεια πυρετού, επισυμβαίνει αιφνίδια σύσφιγξη του λαιμού και ο ασθενής πεθαίνει από ασφυξία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνίξ -ιγός, ἡ [πνίγω] verstikking.