ἀπομαραίνω

From LSJ
Revision as of 05:40, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομᾰραίνω Medium diacritics: ἀπομαραίνω Low diacritics: απομαραίνω Capitals: ΑΠΟΜΑΡΑΙΝΩ
Transliteration A: apomaraínō Transliteration B: apomarainō Transliteration C: apomaraino Beta Code: a)pomarai/nw

English (LSJ)

cause to waste away, αἱ συλλήψεις ἀ. τὰ σώματα Sor. 1.30, cf. Chor.p.22 B.; τὴν ἀκμὴν τῶν αἰσθήσεων Callistr.Stat. 2; ἡδονὰς τὰς τὸ θυμοειδὲς -ούσας Philostr.VA7.4; obliterate from memory, Chor.Milt.19:—Pass., waste, wither away, die away, ἡ ῥητορικὴ ἐκείνη ἀ. Pl.Tht.177b; αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἀ. Id.R.328d; of a tranquil death, X.Ap.7, cf. Plu.Num.21; of comets, ἀπομαρανθέντες κατὰ μικρπὸν ἠφανίσθησαν Arist.Mete.343b16; of wind, die down, ib.367b11; ἡ φύσις ἀ. Ocell.1.12, etc.

Spanish (DGE)

I en v. act.
1 agotar, desgastar τὰν εὐθάλειαν τᾶς εὐδαιμοσύνας Ps.Archyt.Pyth.Hell.p.9.5, τὰ σώματα τῶν θηλειῶν Sor.20.17, τὴν δὲ ... τῶν αἰσθήσεων ἀπομαραίνουσαν τὴν ἀκμήν Callistr.2.4, οὔτε γὰρ ἀπεμάρανε νόσου μῆκος τὸ σῶμα Chor.Or.7.47, cf. Philostr.VA 7.4, ἡ ... τρυφὴ ... τὰς ... ἡδονὰς ἀπομαραίνει D.Chr.3.83.
2 borrar del recuerdo (τὰς ... τοιαύτας διαφοράς) βραχὺς ἀπομαραίνει μοι χρόνος Chor.Decl.4.21.
II en v. med.-pas.
1 languidecer, agotarse αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἀπομαραίνονται Pl.R.328d, ἡ ῥητορικὴ ἐκείνη Pl.Tht.177b, ἠφανίσθησαν ... ἀπομαρανθέντες κατὰ μικρόν Arist.Mete.343b16, καταφερομένου δὲ τοῦ ἡλίου ἀπομαραίνεται, καὶ ... ἀποθνῄσκει Arist.HA 552b22, cf. Plu.2.20b, 76f, τῇ τοῦ σώματος ἀσθενείᾳ D.C.37.11.3, del amor, Them.Or.24.305c
euf. por morir X.Ap.7, Plu.Num.21.
2 disminuir τοῦ πνεύματος ἀπομαραινομένου Arist.Mete.367b11, cf. Pr.899b1, Plu.Mar.31, ἡ φύσις Ocell.14.

German (Pape)

[Seite 314] ausdörren, nur im pass., ausgedörrt werden, hinwelken, hinschwinden, αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Plat. Rep. I, 328 d; ὑπὸ γήρως Plut. Num. 21; ἡ τοῦ πένθους ἀκμή Ael. V. H. 12, 1; sterben, Xen. Apol. 7.

Greek Monolingual

(AM ἀπομαραίνω)
μαραίνω εντελώς
αρχ.
Ι. μειώνω, ελαττώνω
II. (-ομαι)
1. πεθαίνω ήρεμα
2. (για κομήτες) σβήνω βαθμιαία.