λινόπληκτος

From LSJ
Revision as of 05:30, 27 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Thier" to "Tier")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

German (Pape)

[Seite 49] netzschen, von Tieren, die einmal aus dem Netz entschlüpft und daher scheu sind, Plut. Symp. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint par le filet ; qui redoute le filet.
Étymologie: λίνον, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόπληκτος: напуганный сетью, т. е. боящийся сети (sc. ζῷον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπληκτος: -ον, ὁ τρομάζων πρὸ τοῦ δικτύου, ἐπὶ ζῴων ἅτινα συλληφθέντα διέφυγον, Πλούτ. 2. 642Α· ὡσαύτως λινοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, Ἰω. Χρυσ.· - ἐν Νουμην. παρ’ Ἀθην. 321Ε, ἔχομεν ὑπερθετ. λινοπληγέστατος, σφοδρότατα πλήττων τὸ δίκτυον, κυρίως ἐπὶ ἰχθύος σφαδάζοντος, μεταφορ. δὲ ἐπὶ ἀνθρώπου, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 181. - Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. Παραλ. 288.

Greek Monolingual

λινόπληκτος και λινόπληγος, -ον και λινοπλήξ, -ῆγος, ό, ἡ (Α)
(κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλίπληκτος, θαλασσόπληκτος. Ο τ. λινόπληγος και λινοπλήξ < λίνον + -πληγός και -πληξ (< πλήξ, -γός < πλήσσω), πρβλ. αμφιπλήξ, παραπλήξ].