κτηνοβάτης

From LSJ
Revision as of 05:30, 27 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Thier" to "Tier")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνοβάτης Medium diacritics: κτηνοβάτης Low diacritics: κτηνοβάτης Capitals: ΚΤΗΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: ktēnobátēs Transliteration B: ktēnobatēs Transliteration C: ktinovatis Beta Code: kthnoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω A.11.1) one guilty of bestiality, one who commits bestiality, zoophile, bestialist, zoosexual Sch.Ar. Ra.432, 965.

German (Pape)

[Seite 1519] mit Tieren Unzucht treibend, Schol. Ar. Ran. 432.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνοβάτης: ᾰ, ου, ὁ, (βαίνω ΙΙ. 1), ὁ ἐκτελῶν παρὰ φύσιν μῖξιν μετὰ κτήνους, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 432, 965· ― ἐντεῦθεν κτηνοβατέω, Achmes Ὀνειρ. 132· κτηνοβασία, ἡ, συνουσία μετὰ κτήνους, Ἐκκλ

Greek Monolingual

ο (Μ κτηνοβάτης)
άνθρωπος που συνουσιάζεται με ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. στυλοβάτης, σχοινοβάτης.