θηράφιον
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
[ᾱ], τό, Dim. of θηρίον, of insects, Damocr. ap. Gal. 14.91.
German (Pape)
[Seite 1209] τό, Tierchen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηράφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θηρίον, ἐπὶ ἐντόμων, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 892.
Greek Monolingual
θηράφιον, τὸ (Α)
(για έντομα) υποκορ. του θηρίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήρα, + υποκορ. κατάλ. -αφιον (πρβλ. ελάφιον < έλαφος)].