πλουτίνδην
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
Adv. according to wealth, π. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol.1273a24, cf. Ath.3.1, Plb.6.20.9, Plu.2.154c.
German (Pape)
[Seite 638] adv., nach dem Reichtum od. Vermögen; Arist. pol. 2, 9; γεγενημένης τῆς ἐκλογῆς, Pol. 6, 20, 9; οὔτε ἀριστίνδην οὔτε πλ., Plut. Lys. 13.
French (Bailly abrégé)
adv.
en choisissant parmi les plus riches.
Étymologie: πλοῦτος, -ινδην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτίνδην [πλοῦτος] adv., op basis van rijkdom.
Russian (Dvoretsky)
πλουτίνδην: на основании богатства, т. е. по имущественному цензу Arst., Polyb.: π. ἀποδεικνύναι τοὺς ἄρχοντας Plut. назначать архонтов в соответствии с их имущественным положением.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά τον πλούτο, την περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδην (πρβλ. αριστ-ίνδην κρατιστ-ίνδην)].
Greek Monotonic
πλουτίνδην: (πλοῦτος), επίρρ., σύμφωνα με τον πλούτο, πλουτίνδην αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτίνδην: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν πλοῦτον, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 2, 11, 4, 5, ἔκδ. Blass, Πολιτικ. 2. 11, 8, πρβλ. Πολύβ. 6. 20, 9, Πλούτ. 2. 154C. ἴδε ἀριστίνδην. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ 300.
Middle Liddell
πλοῦτος
adv. according to wealth, πλ. αἱρεῖσθαι τοὺς ἄρχοντας Arist.