ζευκτήριος

From LSJ
Revision as of 10:29, 23 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " N. T." to " N.T.")

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευκτήριος Medium diacritics: ζευκτήριος Low diacritics: ζευκτήριος Capitals: ΖΕΥΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: zeuktḗrios Transliteration B: zeuktērios Transliteration C: zefktirios Beta Code: zeukth/rios

English (LSJ)

α, ον,
A fit for joining or yoking, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. A.Pers.736 (troch.); πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε Id.Fr.382.
II as substantive, ζευκτήριον, τό, = ζυγόν, yoke, Id.Ag.529, POxy.934.5 (iii A.D.); ζευκτηρία, ἡ, = ζεύγλη ΙΙ, Act.Ap.27.40.

German (Pape)

[Seite 1138] anjochend, verbindend; γέφυρα γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. Pers. 736; τὸ ζ., das Joch, Ag. 529; – ἡ ζευκτηρία, das Band, N.T.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à joindre, à unir, gén..
Étymologie: ζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζευκτήριος -α -ον [ζεύγνυμι] verbindings-; subst..; ἕν δυοῖν ζευκτήριον één zaak die er twee verbindt (van een brug) Aeschl. Pers. 736; subst. τὸ ζευκτήριον juk; Aeschl. Ag. 529; subst. ἡ ζευκτηρία band, riem:. ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων nadat zij de riemen om het roer hadden losgemaakt NT Act. Ap. 27.40.

Russian (Dvoretsky)

ζευκτήριος: служащий для соединения, связывающий: γέφυρα γαῖν δυοῖν ζευκτηρία Aesch. мост, соединяющий оба материка.

Greek Monolingual

-ια και -ία, -ιο (AM ζευκτήριος, -ία, -ιον)
1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση
2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία
ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο
3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες
καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους γλουτούς του πλοίου και από τις δύο πλευρές του ποδοστήματος, έτσι ώστε σε περίπτωση αποσύνδεσης το πηδάλιο να συγκρατηθεί από αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευκτήρ.

Greek Monotonic

ζευκτήριος: -α, -ον (ζεύγνυμι),
I. αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να συνδέει ή να βάζει ζώα στο ζυγό· γέφυρα γαῖνδυοῖν ζευκτηρία, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., ζευκτήριον, τό = ζυγόν, ο ζυγός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ζευκτήριος: -α, -ον, ζευγνύων, συνδέων, γέφυρα γαῖν δυοῖν ζ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 736· πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ζευκτήριον, τό, = ζυγόν, ὁ ζυγός, ὁ αὐτ. Ἀγ. 529· ζευκτηρία, ἡ, = ζεύγλη ΙΙ, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.

Middle Liddell

ζευκτήριος, η, ον ζεύγνυμι
I. fit for joining or yoking, γέφυραν γαῖν δυοῖν ζ. Aesch.
II. as substantive, ζευκτήριον, τό, = ζυγόν, a yoke, Aesch.