γυναικάριον
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
English (LSJ)
τό, Dim. of γυνή, Diocl. Com.11, Epict.Ench.7, 2 Ep.Ti.3.6, M.Ant.5.11.
Spanish (DGE)
(γῠναικάριον) -ου, τό
mujercilla Diocl.Com.11, Epict.Ench.7, Ps.Callisth.1.46B, τίνος ἄρα νῦν ἔχω ψυχήν; μήτι παιδίου; ... μήτι γυναικαρίου; ¿de quién tengo yo el alma ahora? ¿de un niño? ¿de una mujercita? M.Ant.5.11, ἐξαπατῶντες γυναικάρια πολλὰ διέφθειραν sedujeron y corrompieron a un montón de pobres mujeres Iren.Lugd.Haer.1.13.6, cf. Gr.Nyss.Eun.1.144
•despect. γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις mujerzuelas abarrotadas de pecados 2Ep.Ti.3.6, cf. Amph.Exerc.45.
German (Pape)
[Seite 510] τό, dim. von γυνή, Weibchen, Diocl. com. B. A. 87; N.T.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικάριον -ου, τό [γυνή] denigrerend: vrouwtje.
Russian (Dvoretsky)
γῠναικάριον: τό презр. бабенка (γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις NT).
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ γυνή, Διοκλ. Μελ. 6, Μ. Ἀντων. 5.11, κτλ.
English (Strong)
a diminutive from γυνή; a little (i.e. foolish) woman: silly woman.
English (Thayer)
γυναικαριου, τό (diminutive from γυνή), a little woman; used contemptuously in A. V. silly women; cf. Latin muliercula). (Diocles. com. in Bekker Anecd., p. 87,4; Antoninus 5,11; occasionally in Epictetus) On diminutive ending in ἀριον see Lob. ad Phryn., p. 180; Fritzsche on Mark, p. 638; (cf. Winer's Grammar, 24,96 (91)).
Greek Monolingual
γυναικάριον, το (AM)
γυναικούλα, γυναίκα κακής διαγωγής.
Chinese
原文音譯:gunaik£rion 句乃卡里按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(小)女人
字義溯源:氣量小的女人,無知婦女,輕浮婦女,無因由的,愚蠢的婦女;源自(γυνή)*=婦女)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 輕浮婦女(1) 提後3:6
French (New Testament)
ου (τὸ) petite femme ; femmelette
γυνή