καριδάριον
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
τό, Dim. of καρίς, Anaxandr.27 (anap.):—also καρίδιον, τό, Arist.HA547b17.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, dim. von καρίς, Anaxandrid. bei Ath. III, 105 f.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱρῑδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρίς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Λυκούργῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke· - ὡσαύτως κᾱρίδιον, τό, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 15.
Greek Monolingual
καριδάριον, τὸ (Α)
(υποκορ. του καρίς) μικρή γαρίδα, γαριδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, -ίδος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυνάριον, παιδάριον)].