impedimento
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Spanish > Greek
ἐγκοπή, ἐμποδίζω, ἐμποδών, διάφραξις, ἐμποδέω, εἱργμός, ἀποκώλυσις, ἐγκωπή, ἐναντίωμα, διακώλυμα, ἐμπόδισις, ἐμποδισμός, ἐμπόδισμα, ἔγκομμα, ἔνστημα, διακώλυσις, τὸ ἐμπόδιον, ἐμπόδιον