ἐξομολόγησις

From LSJ
Revision as of 16:33, 11 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξομολόγησις Medium diacritics: ἐξομολόγησις Low diacritics: εξομολόγησις Capitals: ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ
Transliteration A: exomológēsis Transliteration B: exomologēsis Transliteration C: eksomologisis Beta Code: e)comolo/ghsis

English (LSJ)

ἐξομολογήσεως, ἡ, admission, confession, ἥττης Plu.2.987d; ἄρτου, i.e. of the possession of a loaf, J.BJ5.10.3; confession of gratitude, Ph.1.60, al.

German (Pape)

[Seite 886] ἡ, das Eingeständniß, Bekenntniß, Plut. Pericl. 13 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
aveu complet.
Étymologie: ἐξομολογέω. }}

Russian (Dvoretsky)

ἐξομολόγησις: εως ἡ полное признание Plut.

Greek Monolingual

η (AM ἐξομολόγησις) εξομολογώ
1. πλήρης ομολογία, παραδοχή
2. αποκάλυψη και παραδοχή πταισμάτων και αμαρτιών στον πνευματικό (κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως ή μετανοίας)
νεοελλ.
εμπιστευτική αποκάλυψη μυστικών
αρχ.-μσν.
ομολογία της ευεργεσίας, ευχαριστία.

{{ls |lstext=ἐξομολόγησις: -εως, πλήρης ὁμολογία, Πλούτ. 2. 987D. 2) ἐξομολόγησις ἁμαρτιῶν, Ἑβδ. (Ἰησ. Ζ΄, 19), Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ. 280Α, Ἱππόλυτ. 621Β. C, Τερτυλλ. Ι. 1162Α, κτλ., Ὠριγ. Ι. 560Α, κτλ., Κυπριαν. Ἐπιστ. 10. 2, 11. 2, Εὐσέβ. VI. 536Α· τὸν τῆς ἐξομολογήσεως ψαλμόν, ὁ Ν΄ (ΝΑ΄) Βασίλ. IV. 764Β, Ἰω. Χρυσ. Ι. 611D, κτλ. 3) = μετάνοια, Βασίλ. IV. 672Α, 804Α. 4) = αἴνεσις, εὐχαριστία, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 14), Βασίλ. 313Α.