ἀντωμοσία

Revision as of 10:04, 12 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, (ἀντόμνυμι) oath or affidavit made by the prosecutor, Pl.Ap.19b, Lys.23.13; also, by the defendant, Is.3.6, cf. Harp. s. v., Poll.8.55.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
jur. juramento o declaración jurada hecha por el acusador, Lys.23.13, Pl.Ap.19b
hecha por el defensor, Is.3.6, 5.2, Harp., Poll.8.55, Hsch.

German (Pape)

[Seite 265] (ἀντόμνυμι), ἡ, eigtl. der Gegeneid, d. i. der Eid des Klägers, daß er keine Verleumdungen vorbringe, und des Verklagten, daß er unschuldig sei, Harpocr. ἐπειδᾷ ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες, οἱ μὲν ἀληθῆ κατηγορήσειν, οἱ δὲ ἀληθῆ ἀπολογήσεσθαι; etwas anders Schol. Ar. Vesp. 544. Auch die Anklageschrift, nach VLL. γραφὴ κατά τινος ἔνορκος περὶ ὧν ἠδικῆσθαί φησι. So Plat. Apol. 19 b; vgl. Ar. Vesp. 544. 1041.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
serment réciproque des parties au début du procès.
Étymologie: ἀντί, ὄμνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντωμοσία: ἡ юр. обоюдная присяга сторон (о чистосердечности и правдивости своих предстоящих выступлений на суде) Arph., Lys., Plat., Isae.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωμοσία: ἡ, (ἀντόμνυμι) ἔνορκος διαβεβαίωσις ἐγγράφως γινομένη κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς ἀνακρίσεως, ὑπὸ μὲν τοῦ κατηγόρου διδόντος περίληψιν τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ ἐναγομένου, ἃς ἀνελάμβανε νὰ ἀποδείξῃ, ὑπὸ δὲ τοῦ κατηγορουμένου βεβαιοῦντος ὅτι ἐν τῇ ἀπολογίᾳ αὑτοῦ θὰ ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν: - «ἀντωμοσία: γράμματά τινα γράψαντες ἀποφέρουσι πρὸς τὴν ἀρχὴν οἵ τε κατηγοροῦντες καὶ οἱ κατηγορούμενοι, περὶ ὧν ἂν ἡ δίκη· καλεῖται δὲ οὕτως ἐπειδὴ ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες, οἱ μὲν ἀληθῆ κατηγορήσειν, οἱ δὲ ἀληθῆ ἀπολογήσεσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ.: - Ὁ Πολυδ. Η΄, 55, λέγει «προωμοσία μὲν ὅρκος ὃν ὁ κατηγορούμενος προομνύει, ἦ μὴν ἀληθῆ κατηγορεῖν, ἀντωμοσία δὲ ὅρκος ὃν ὁ κατηγορούμενος ἀντομνύει, ἦ μὴν μὴ ἀδικεῖν. Ἀλλ’ ἡ λέξις προωμοσία δὲν ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς συγγραφεῦσιν· ἡ δὲ διωμοσία (ἴδε τὴν λέξιν) φαίνεται ὅτι ἦτο ἴδιον εἶδος ἀντωμοσίας, «διωμοσία δὲ ὁ παρ’ ἑκατέρου ὅρκος» (αὐτόθι): - Παραδείγματα ἀντωμοσίας κατηγόρου εὕρηνται ἐν Πλάτ. Ἀπολ. 19Β, Σωκράτης ἀδικεῖ, κτλ., 24Β, Σωκράτη φησίν ἀδικεῖν, κτλ., Λυσ. 167. 38, Ἰσαῖ. 50. 16, κ. ἑξ. πρβλ. 75. 31· τοῦ δὲ κατηγορουμένου παρὰ τῷ αὐτ. 38. 28, πρβλ. δὲ καὶ Ἀντιφῶντα 112. 22.

Greek Monolingual

ἀντωμοσία, η (Α) αντόμνυμι
όρκος ή γραπτή ένορκη βεβαίωση από τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο στην αρχή της διαδικασίας.

Greek Monotonic

ἀντωμοσία: ἡ (ἀντ-όμνυμι), όρκος ή αμοιβαία διαβεβαίωση που γίνεται έναντι άλλου, δηλ. από τον συνήγορο του κατηγορούμενου και τον κατήγορό του, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀντόμνυμι
an oath or affidavit made one against the other, i. e. by plaintiff and defendant, Plat., etc.

Translations

affidavit

Catalan: afidàvit; Chinese Mandarin: 宣誓書/宣誓书; Czech: čestné prohlášení; Dutch: affidavit, beëdigde verklaring; Esperanto: afidavito; Finnish: valaehtoinen kirjallinen todistus; French: affidavit, attestation sur l'honneur; Galician: despoemento, afirmamento; German: eidesstattliche Versicherung, eidesstattliche Erklärung, Versicherung an Eides statt; Greek: ένορκη γραπτή κατάθεση; Ancient Greek: ἀντωμοσία, διαμαρτυρία, διωμοσία, μαρτυροποίημα; Hebrew: תצהיר‎; Hindi: हलफ़नामा; Hungarian: eskü alatt tett írásbeli nyilatkozat, eskünyilatkozat; Icelandic: eiðsvarin yfirlýsing, skrifleg yfirlýsing, eiðfest yfirlýsing; Indonesian: dokumen sah; Japanese: 宣誓供述書, 供述書; Kazakh: аффидевит; Korean: 선서진술서; Malay: afidavit; Malayalam: സത്യവാങ്മൂലം; Polish: affidavit; Portuguese: affidavit; Romanian: afidavit; Russian: аффидевит, аффидавит, письменное показание под присягой; Sinhalese: දිවුරුම් පත, දිවුරුම් පෙත්සම; Spanish: declaración jurada, affidávit, afidávit