νυσταγμός
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ὁ, drowsiness, Hp.VM10, LXX Ps.131(132).4, al.: in plural, Porph.Abst.I. 28.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
νυσταγμός: ὁ сонливое состояние, дремота Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νυσταγμός: ὁ, ἡ ἐπιγινομένη ἐκ τοῦ ὕπνου καταφορά, τὸ νυστάζειν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 4.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νυσταγμός)
διάθεση για ύπνο, νύστα
νεοελλ.
ιατρ. ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και κατά οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση ή κατά περιστροφική έννοια
μσν.
μτφ. νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυστάζω. Η λ. με τη νεοελλ. ιατρ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nystagmus].
Translations
drowsiness
Arabic: نُعَاس, سِنَة; Armenian Old Armenian: նիրհ; Belarusian: санлі́васць, аспаласць; Bulgarian: сънливост; Catalan: somnolència, son; Chinese Mandarin: 睡意, 嗜睡, 嗜睡症; Czech: ospalost; Dutch: slaperigheid; Finnish: uneliaisuus; French: somnolence, assoupissement, torpeur; Old French: dorveille; Georgian: თვლემა, ძილიანობა, მოთენთილობა; German: Schläfrigkeit; Greek: νύστα; Ancient Greek: κάρος, τὸ καρῶδες, κάρωσις, καταφορά, ληθαργία, νύσταγμα, νυσταγμός, νύσταξις, τὸ ὑπνηρόν, τὸ ὑπνηλόν, ὑπνηλία, ὑπνηρόν, ὑπνωδία; Hindi: झूम; Hungarian: álmosság, aluszékonyság; Icelandic: höfgi; Irish: codlatacht, marbhnéal, meathchodladh, míogarnach, múisiam, múisiúntacht, sáimhríocht, sámhántacht, scim, suanmhaireacht; Italian: sonnolenza, sopore, letargia, sopore, sopimento, abbiocco; Japanese: 眠気, 眠け; Korean: 졸음; Latin: somnus, sopor, lethargus, somnolentia, lethargia; Latvian: miegainums, miegainība; Macedonian: поспаност; Navajo: bił; Pali: middha; Persian: خوابآلودی; Polish: senność, ospałość, śpiączka; Portuguese: sonolência, torpor; Russian: сонливость, спячка, дремота; Sanskrit: स्वप्न; Scottish Gaelic: èislean; Serbo-Croatian Cyrillic: mȁmūrnōst, дрѐмљиво̄ст; Roman: pospanost, mȁmūrnōst, drèmljivōst, fjȁka; Slovak: ospalosť; Slovene: zaspanost; Spanish: soñolencia, somnolencia, sopor, duermevela, adormecimiento, modorra; Swedish: sömnighet; Tagalog: antok; Telugu: మైకము; Thai: ความง่วง; Turkish: bilinçsizlik, gaflet, rehavet, uyuşukluk; Ukrainian: сонливість, сонність, соннота, сонливиці, оспалість, сонниці; Urdu: جھوم