javelin
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. βέλος, τό (rare P.), παλτόν, τό (Xen. and Aesch., Fragment). Ar. and P. ἀκόντιον, το, V. ἄκων, ὁ.
spear: P. and V. δόρυ, τό, Ar. and V. λόγχη, ἡ, (Ar.), V. αἰχμή, ἡ, μεσάγκυλον, τό, βέλεμνον, τό. throw the javelin, v.: P. and V. ἀκοντίζειν, P. εἰσακοντίζειν.