επιπίπτω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
(Α ἐπιπίπτω) πίπτω
πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῖς ἐναντίοις», Ξεν.)
αρχ.
1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.)
2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῖρα», Πίνδ.)
3. (για χρέος) προσαυξάνω
4. (για θύελλα) ενσκήπτω
5. (για δυστύχημα κ.λπ.) επέρχομαι, συμβαίνω («οὐχὶ σοὶ μόνα ἐπέπεσον λῡπαι», Ευρ.)
6. συσσωρεύω, συγκεντρώνω, συλλέγω.