Ερμής

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

ο (AM Ἑρμῆς και επικ. τ. Ἑρμείας και Ἑρμείης)
1. ο γιος του Διός και της Μαίας, αγγελιαφόρος τών θεών, και ιδίως του Δία, και ψυχοπομπός
2. μεταγενέστερα και θεός του εμπορίου και τών γραμμάτων («κερδῷος, λόγιος Ἑρμῆς»)
αρχ.
1. παροιμ. α) «Ἑρμῆν ἕλκω» — πίνω το τελευταίο ποτήρι, που πινόταν προς τιμήν του Ερμή
επομένως καταβάλλω την έσχατη προσπάθεια
β) «κοινός Ἑρμῆς» — κοινό το εύρημα, μισά-μισά
γ) «Ἑρμῆς ἐπεισελήλυθε» — λεγόταν όταν έπαυε ξαφνικά η συζήτηση, ανάλογο προς το νεοελλ. «μουγγός γεννιέται»
δ) «τὸ τοῦ Ἑρμοῦ ραβδίον» — για καθετί που φέρνει τύχη, πλούτο
2. φρ. α) «ὁ τοῦ Ἑρμοῦ ἀστήρ» — ο πλανήτης Ερμής
β) «Ἑρμοῦ βοτάνιον» ή «Ἑρμοῦ πόα» — το φυτό λινόζωστις
γ) «Ἑρμοῦ ἠμέρα» — η τετάρτη μέρα της εβδομάδας
3. πίτα που είχε το σχήμα κηρυκείου του Ερμή
4. συν. στον πληθ. αἱ ἑρμαῖ
τετράγωνες λίθινες στήλες που η κορυφή τους κατέληγε σε προτομή του Ερμή και χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες.