σταίτινος

From LSJ
Revision as of 14:49, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταίτῐνος Medium diacritics: σταίτινος Low diacritics: σταίτινος Capitals: ΣΤΑΙΤΙΝΟΣ
Transliteration A: staítinos Transliteration B: staitinos Transliteration C: staitinos Beta Code: stai/tinos

English (LSJ)

η, ον, of flour or dough of spelt, Hdt.2.47, Plu.Luc. 10.

German (Pape)

[Seite 928] von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
préparé avec de la pâte.
Étymologie: σταῖς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταίτινος -η -ον [σταίς] van deeg van tarwemeel.

Russian (Dvoretsky)

σταίτινος: сделанный из теста (ὗς Her.; βοῦς Plut.).

Greek Monolingual

και στάτινος, -ίνη, -ον Α [[σταῖς, σταιτός]]
1. φτειαγμένος από ζυμάρι
2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».

Greek Monotonic

σταίτῑνος: -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από αλεύρι ή ζύμη σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σταίτινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀλεύρου ἢ φυράματος ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 47, Πλουτ. Λούκουλλ. 10· - οὕτω, σταιτήια, τά, πλακούντια ἢ ἀρτίσκοι ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἡσύχ.

Middle Liddell

σταίτῑνος, η, ον [from σταῖς
of flour or dough of spelt, Hdt., Plut.