τάζω

From LSJ
Revision as of 14:49, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
υπόσχομαι να δώσω κάτι (α. «του 'ταξε προίκα» β. «ἀλλ' ἔχειν, ὡς τὸ ἔταξε, γυναῖκα στὴν ζωὴν του», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. κάνω τάμα («έταξε στην Παναγία μια λαμπάδα ίση με το μπόι του άρρωστου παιδιού της»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τα(γ)μένος, -η, -ο- αυτός τον οποίο έχει κάνει κανείς τάμα, που έχει αφιερώσει στον θεό ή στους αγίους
3. φρ. α) «τάζει λαγούς με πετραχήλια» — λέγεται για εκείνον που κάνει υπερβολικές ή απραγματοποίητες υποσχέσεις
β) «αγίου κερί μην τάξεις μηδέ παιδιού κουλούρι» — λέγεται όταν κάποιος απαιτεί με μεγάλη επιμονή κάτι που του έχουν υποσχεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τάζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έταξα του τάσσω κατά το σχήμα έκραξα: κράζω.