συνωρίδα

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

η / συνωρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α
1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα
2. (κατ' επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.)
3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα
νεοελλ.
(συν. με ειρωνική σημ.) δυάδα αδελφών, αχώριστων φίλων ή συνεργατών, δίδυμο
μσν.
κοινότητα μοναχών
αρχ.
1. (απλώς) ζεύγος αλόγων ή άλλων ζώων, όπως ημιόνων, ελεφάντων κ.ά.
2. (κυριολ. και μτφ.) καθετί το οποίο συνδέει δύο πράγματα (α. «πέδας τε χεροῑν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα», Αισχύλ.
β. «ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοὺσι καὶ δίκη, ποία ξυνωρὶς τῶνδε καρτερωτέρα;», Αισχύλ.)
3. νόμισμα με την εικόνα ή τον τύπο ζεύγους αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνήορος / συνᾱορος «στενά συνδεδεμένος» με συναίρεση τών -ηο- σε -ω- + κατάλ. -ὶς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].