ψηφίδα
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
Greek Monolingual
η / ψηφίς, -ῖδος, ΝΜΑ
μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών
νεοελλ.
(πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας
αρχ.
1. (γενικά) κομματάκι πέτρας, πετραδάκι («ψηφὶς ἐμπεσοῦσα τῷ ὕδατι», Γρηγ. Ναζ.)
2. μικρή πέτρα με την οποία αριθμούσαν
3. πολύτιμος λίθος δεμένος σε δαχτυλίδι («λάμπουσιν... οἱ ὀφθαλμοὶ καθάπερ ἐν χρυσῇ σφενδόνῃ ψηφίς», Λόγγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα -ίς, -ῖδος (πρβλ. λεπίς)].