τυλώνω

From LSJ
Revision as of 14:52, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

τυλῶ, -όω, ΝΜΑ τύλη/τύλος
νεοελλ.
γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε»
[ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού)
2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω
μσν.-αρχ.
καθιστώ κάτι τυλώδες, το γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῖ τὸ στόμαχαλινός», Ξεν.)
αρχ.
κάνω σε κάτι, κυρίως σε ράβδο ή σε ρόπαλο, κόμπους ή μεγάλα εξογκώματα.