τυλώνω
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Greek Monolingual
τυλῶ, -όω, ΝΜΑ τύλη/τύλος
νεοελλ.
γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε»
[ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού)
2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω
μσν.-αρχ.
καθιστώ κάτι τυλώδες, το γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῖ τὸ στόμα ὁ χαλινός», Ξεν.)
αρχ.
κάνω σε κάτι, κυρίως σε ράβδο ή σε ρόπαλο, κόμπους ή μεγάλα εξογκώματα.