ψευδώνυμος

Revision as of 09:12, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ψευδώνυμον, under a false name, falsely called, Ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον A.Pr. 717; πανδίκως ψ. Id.Th.670; οὔνομα δ' Εὐτυχίδης· ψευδώνυμον ἀλλά με δαίμων θῆκεν ἀφαρπάξας IG3.1308; ψ. θεοί Ph.2.161, cf. 2.599; ψ. γνῶσις 1 Ep.Ti.6.21; φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψ. Plu.2.479e; opp. ἀληθής, τὸ μεριστὸν ψ. Dam.Pr.399. Adv. ψευδωνύμως = by a false name, ψ. σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν A.Pr.85, cf. Them.Or.2.30a.

German (Pape)

[Seite 1396] von, mit, unter falschem, erdichtetem Namen, oder seinen Namen mit Unrecht führend, Aesch. Prom. 719 Spt. 652. – Adv. ψευδωνύμως, Aesch. Prom. 85.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou se donne un faux nom.
Étymologie: ψευδής, ὄνομα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδώνυμος -ον [ψευδής, ὄνομα] met valse naam, ten onrechte... genoemd.

Russian (Dvoretsky)

ψευδώνῠμος: ложно именуемый (φιλόσοφος, τιμαί Plut.; γνῶσις NT): Ὑβριστὴς ποταμὸς οὐ ψ. Aesch. река, недаром называющаяся Гибристом («Яростной»).

English (Strong)

from ψευδής and ὄνομα; untruly named: falsely so called.

English (Thayer)

ψευδωνυμον (ψεῦδος (ψευδής, rather) and ὄνομα), falsely named (A. V. falsely so called): Aeschylus, Philo, Plutarch, Sextus Empiricus)

Greek Monolingual

-η, -ο / ψευδώνυμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν του ανήκει (α. «ψευδώνυμο νομοσχέδιο» β. «φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψευδώνυμος», Πλούτ.
γ. «ἥξεις δ' ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον», Αισχύλ)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ψευδώνυμο
πλαστό όνομα ή ονοματεπώνυμο που χρησιμοποιούν συνήθως οι καλλιτέχνες και συγγραφείς, αλλά και άλλες κατηγορίες ατόμων, αντί του πραγματικού τους ονόματος.
επίρρ...
ψευδωνύμως ΝΜΑ
με ψεύτικο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ομώνυμος)].

Greek Monotonic

ψευδώνῠμος: -ον (ὄνομα), αυτός που έχει ψεύτικο, πλαστό όνομα, ψευδώς ονομαζόμενος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, με ψεύτικο όνομα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων ψευδὲς ἢ πλαστὸν ὄνομα, ψευδῶς ὀνομασθείς, Ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον Αἰσχύλ. Πέρσ. 717· πανδίκως ψ. ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 670· πρβλ. Π. παράρτ. 305· ψ. θεοὶ Φίλων 2. 161· ψ. γνῶσις Α΄ ἐπιστ. πρὸς Τιμ. Ϛ΄, 25· φιλόσοφος ψ. Πλούτ. 2. 220C· φιλοσοφία Ἰουστῖν. Μάρτ. 33Α. Ἐπίρρ. -μως, μὲ ψευδὲς ὄνομα, ψ. σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν Αἰσχύλ. Πρ. 85.

Middle Liddell

ψευδ-ώνῠμος, ον, ὄνομα
under a false name, falsely called, Aesch. adv. -μως, by a false name, Aesch.

Chinese

原文音譯:yeudènumoj 普修得-哦匿摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:假-名的
字義溯源:不真實的稱呼,似是而非的;由(ψευδής)=不真實)與(ὄνομα)=名字)組成;其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (ὄνομα)出自(γινώσκω)*=知道)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 似是而非的(1) 提前6:20

English (Woodhouse)

called by a false name, falsely named, having a false name