μυριετής
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
English (LSJ)
μυριετές, of 10,000 years: of countless years, χρόνος A.Pr.94 (anap.), Pl.Epin.987a; βίος Arist.GA745a33; of a man, AP9.242 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 219] ές, von unendlich vielen Jahren, unendlich lang; χρόνος, Aesch. Prom. 94; Antiphil. 41 (IX, 242); Diosc. 6 (XII, 171); auch Plat. Epin. 987 e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'un nombre infini d'années.
Étymologie: μυρίοι, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
μῡριετής: длящийся десять тысяч лет, т. е. бесконечно долгий (χρόνος Aesch.; βίος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριετής: -ές, ὁ μυρίων ἐτῶν, μακρότατος, χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 94, Πλάτ. Ἐπιν. 987Α· βίος Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 2. 6, 52. ἐπὶ ἀνδρός, μακρόβιος, Ἀνθ. Π. 9. 242.
Greek Monolingual
μυριετής, -ές (Α)
1. αυτός που διαρκεί πάρα πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῖ τε καὶ ἀπείρῳ», Πλάτ.)
2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλιετής].
Greek Monotonic
μῡριετής: -ές (ἔτος), αυτός που είναι 10.000 ετών, που είναι αναρίθμητων ετών, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μῡρι-ετής, ές ἔτος
of 10, 000 years: of countless years, Aesch.