σκελιφρός

From LSJ
Revision as of 16:33, 9 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελιφρός Medium diacritics: σκελιφρός Low diacritics: σκελιφρός Capitals: ΣΚΕΛΙΦΡΟΣ
Transliteration A: skeliphrós Transliteration B: skeliphros Transliteration C: skelifros Beta Code: skelifro/s

English (LSJ)

(in Erot. with v.l. σκελεφρός), ά, όν, dry, parched, lean, dry looking or lean looking, Hp.Aër.4, v.l. in Art.8; Att. σκληφρός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 891] trocken, dürr, hager, Hippocr. u. Sp., auch σκελεφρός geschrieben.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
desséché, décharné.
Étymologie: σκέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

σκελιφρός: (παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. σκελεφρός), ά, όν, ξηρός, κατάξηρος, κάτισχνος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, π. Ἄρθρ. 785· Ἀττ. σκληφρός, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. σκελεφρός, -ά, -όν, Α
1. αποξηραμένος
2. ξηρός, κατάξηρος
3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς... εἶναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ' επίδραση τών τ. σκληφρός, στιφρός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκελιφρός -ά -όν [σκέλλω] droog, mager.