ἀμβλακία
From LSJ
English (LSJ)
v. ἀμπλακία (error, fault, offence).
Spanish (DGE)
(ἀμπλακία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀμβλακία LXX 3Ma.2.19, Aret.CD 1.1.1
1 desatino, falta Thgn.386, 630, Emp.B 115, Pi.O.7.24, A.Pr.564, E.Med.116, Hipp.146, 833, Call.Del.245, A.R.4.1082, Apoll.Met.Ps.7.15, Nonn.Par.Eu.Io.9.41, Procl.H.7.37, Triph.605
•culpa LXX l.c.
2 desatino, extravío ἀμπλακίαισι φρενῶν Pi.P.3.13, ἀμήχανον εἰσενόησαν ἀμπλακίην ἄμφω A.R.1.1054, ἀμπλακίῃ δ' ἐφορεύμεθα πολλὸν ὀπίσσω ἀναπλείοντες Orph.A.1040, cf. Aret.CD l.c.