ἀμετάβλητος
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ἀμετάβλητον, hyperdor.
A -ατος Philol.21, unchangeable, κόσμος l.c., cf. Arist.Metaph.1019a27; ἄτομα καὶ ἀ. Epicur.Ep.1p.7U.; ἀ. εἰς ἄλλα Ti.Locr.98c.
2 unchanged, J.AJ 15.7.5; τὸ ἀμετάβλητον = immutability Plu.2.1011a: Gramm., not inflected, A.D. Synt.322.26; of food, not transformed by digestion, Gal.6.575, cf. Thphr. CP 6.10.2. Adv. ἀμεταβλήτως = invariably Iamb.Protr. 21.κσ, Hierocl. in CA 1p.420M.; and ἀμεταβλητί, Glossaria on ἀσπερχές, Sch.Il.16.61.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): hiperdor. -ατος Philol.B 21
I inalterado, no cambiado σιτίον νέοισιν ἀκροσαπές, γέρουσιν ἐς τέλος μεταβεβλημένον, ἀκμάζουσιν ἀμετάβλητον alimento para los jóvenes un poco pasado, para los viejos totalmente preparado, para los adultos inalterado Hp.Alim.41, τῇ χρόᾳ τῆς σαρκὸς ἀμεταβλήτῳ πρὸς τὸν θάνατον ἀπῄει con el color de la piel inalterado caminó hacia la muerte I.AI 15.236.
II 1fil. inmutable, inmodificable, que no cambia de abstr., gener. los primeros principios, la divinidad, etc. Ἀναξίμανδρος ... ἔφασκεν ... τὸ ... πᾶν ἀμετάβλητον εἶναι D.L.2.1.1 (= Anaximand.A 1), τὸ εἶναι πάντα ἓν καὶ τοῦτο ὑπάρχειν θεὸν ... ἀμετάβλητον Xenoph.A 35, καὶ τὸ μὲν ἀμετάβλατον αὐτοῦ (sc. τοῦ κόσμου), τὸ δὲ μεταβάλλον ἐστί Philol.B 21, ἀρρυθμίστου ὄντος καὶ ἀμεταβλήτου (sc. τῆς φύσεως) siendo (la naturaleza) sin forma e inmutable Arist.Metaph.1014b28, cf. τῆς μὲν ἀτρέπτου καὶ ἀμεταβλήτου ... φύσεως Ph.2.410, τὴν ἀ. καὶ μακαρίαν καὶ τρισευδαίμονα θείαν φύσιν Ph.2.329, ἀκίνητος ... καὶ ἀ. φύσις Alex.Aphr.in Metaph.311.5, ὅσαι ἕξεις καθ' ἃς ἀπαθῆ ὅλως ἢ ἀμετάβλητα ἢ μὴ ῥᾳδίως ἐπὶ τὸ χεῖρον εὐμετακίνητα cuantos estados por los que las cosas no son afectadas o son inmutables o no pueden cambiarse fácilmente hacia lo peor (son llamados potencias), Arist.Metaph.1019a27, ἐν νοητοῖς ... αὐτὴν (sc. θεωρίαν) τιθέασιν ὡς ἀκινήτοις καὶ ἀμεταβλήτοις colocan éste (el estudio de los primeros principios) entre los objetos de razón por ser éstos inamovibles e incambiables Thphr.Metaph.1, ταῦτα δέ ἐστιν ἄτομα καὶ ἀμετάβλητα Epicur.Ep.[2] 41, ἀμετάβλητόν τε σῶμα εἰς ἄλλα Ti.Locr.98c, ἄτρεπτος δὲ καὶ ἀ. ὁ θεός Ph.1.155, βίον ἄλυπον καὶ μακάριον καὶ ἀ. Plu.2.99e, κατ' οὐσίαν ἀ. Plu.2.954f, εἴτ' ἀπαθῆ καὶ ἀμετάβλητα ... εἴτ' ἀλλοιοῦσθαί τε καὶ μεταβάλλεσθαι δυνάμενα Gal.1.587, ἐν τῷ καταγράφω, εἰ μὲν συνῆπται τὰ τῆς προθέσεως, πάντως καὶ ἀμετάβλητα κατὰ τὸν προειρημένον λόγον en καταγράφω si la preposición forma compuesto será absolutamente invariable (e.d. la palabra no admite flexión interna), A.D.Synt.322.26, ἡ ἀρχὴ ... κατ' οὐσίαν ἀ. Alex.Aphr.in Metaph.24.5, cf. 180.24, τὴν ἀμετάβλητον αὐτοῦ (τοῦ ἡλίου) ... δόσιν el don inmutable del sol Iambl.Myst.7.3, τῶν θεῶν μενόντων ἀμεταβλήτων Procl.in R.1.39.2, tb. en compar., Procl.in R.1.35.1, 3, ὁ ... λόγος ... ἀδιαίρετός τε καὶ ἀ. Ammon.in Int.135.25, μιᾷ καὶ ὡρισμένῃ καὶ ἀμεταβλήτῳ γνώσει Ammon.in Int.136.3, cf. tb. βέβαιον ... ἀσφαλές, ἀ., ... ἀκίνητον Poll.6.116
•subst. τὸ ἀμετάβλητον = inmutabilidad δυνάμεις ψυχρότητός εἰσι, τὸ ἐμβριθὲς τὸ πυκνὸν τὸ μόνιμον τὸ ἀμετάβλητον son cualidades propias de lo frío la pesadez, la solidez, la estabilidad, la inmutabilidad Plu.2.953c
•pero del estilo reiteración, monotonía κοπώδη τῷ ἀμεταβλήτῳ τὴν φράσιν Plu.2.1011a.
2 medic. de alimentos, junto c. otros adjetivos cuasisinónimos indigerible, no metabolizable τὸ δ' ἁλμυρὸν ἀσαπὲς καὶ ἀμετάβλητον δι' ὅπερ οὔτε φύεται οὐδὲν ἐξ αὐτοῦ οὔτε αὐτοτελὲς οὐδέν lo salado es incorruptible y no se puede metabolizar por lo cual nada nace de ello ni tiene actividad propia Thphr.CP 6.10.2, ἀναλλοίωτόν τε καὶ ἀχύλωτον καὶ ἀ. Gal.6.575.
3 de pers. en sent. positivo constante ἀγαθοί, ἀμετάβλητοι, δίκαιοι Vett.Val.9.17
•en sent. peyor. terco, tozudo πονηροὶ ... φονικοί, προδόται, ἀμετάβλητοι Vett.Val.10.30, cf. 12.4.
4 de palabras que hacen referencia a vibraciones intermitentes regular, ininterrumpido, continuo σφυγμός ἀ. Philum.Ven.16.3.
III adv. ἀμεταβλήτως = continua, inmutablemente, sin cambiar ἐπιμόνως καὶ ἀ. Iambl.Protr.21κςʹ, ἀϊδίως καὶ ἀμεταβλήτως Hierocl.in CA 1.16 cf. Procl.Inst.124.
German (Pape)
[Seite 122] unveränderlich, Tim. Locr. 98 c; Alc Mess. 2 (XII, 30) ἡλικία, wo andere -κλητος lesen wollen, Plut.; τὸ ἀμετάβλητον, liquida, Schol. Il. 4. 11, u. a. Gramm., wie Draco u. Sp. – Adv. -βλητί. Schol. Il. 16, 61.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
immuable ; τὸ ἀμετάβλητον l'immutabilité.
Étymologie: ἀ, μεταβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάβλητος: неизменяемый, неизменный Arst., Sext., Plut.: ἀ. εἴς τι Plat. не превращающийся ни во что.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάβλητος: -ον, ὁ μὴ μεταβαλλόμενος, Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 12, 4. ἀμ. εἰς ἄλλα Τίμ. Λοκρ. 98C: τὸ ἀμετάβλητον = τῷ προηγ., Πλούτ. 2.1011Α. Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ. καὶ -τὶ Σχόλ. εἰς Ἰλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάβλητος, -ον)
1. αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αναλλοίωτος, σταθερός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμετάβλητο(ν)
αμεταβλησία, σταθερότητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀμεταβλήτως και ἀμεταβλητί.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀ- στερ. + μεταβλητός.