δωδεκέτης

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκέτης Medium diacritics: δωδεκέτης Low diacritics: δωδεκέτης Capitals: ΔΩΔΕΚΕΤΗΣ
Transliteration A: dōdekétēs Transliteration B: dōdeketēs Transliteration C: dodeketis Beta Code: dwdeke/ths

English (LSJ)

δωδεκέτου, or δωδεκ-ετής, οῦ, ὁ, twelve years old, Call.Epigr.21 (δωδεκένη Meineke), Plu.Aem.35:—in form δωδεχέτης, IG4.51 (Aegina), Annuario 4/5.467 (Halic., iv B.C.):—fem. δωδεκέτις, ιδος, AP11.70 (Leon.).

Spanish (DGE)

-ες
• Alolema(s): δωδεχ- IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IUrb.Rom.1700.13 (II d.C.), INikaia 1591.3 (III/IV d.C.); δυωδεχ- IG 10(2).1.368 (II d.C.)
1 de doce años de edad Θεόδωρος CEG 709.5 (Halicarnaso IV a.C.), Βρεισηΐς IG 12(8).446 (Tasos I a.C.), cf. INikaia l.c., παῖς Call.Epigr.19, IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IG 10(2).1.368 (Tesalónica II d.C.)
en uso pred. a los doce años de edad δ. Μοιρῶν οἶμον ἀμειβόμενος IUrb.Rom.1337 (I/II d.C.), δ. ἔθανον IG 10(2).1.565 (III d.C.), cf. Plu.Aem.35, δ. ... ὑπὸ χθόνα ... κεῖμαι IKyzikos 538.3 (II d.C.), en cont. no funerar. δ. ἦλθον Ῥώμην IUrb.Rom.1165.6 (II d.C.), δωδεχέτην ἔλαβον la tomé por esposa cuando tenía doce años, IUrb.Rom.l.c., cf. δωδεκαετής.
2 adv. -ῶς durante doce años ὁ Ἡρακλῆς τῷ Εὐρυσθεῖ δ. λατρεύων Tz.H.5.111.

German (Pape)

[Seite 694] ὁ, zwölfjährig; Plut. Aemil. 35; Callim. 58 (VII, 453); Strat. 4 (XII, 4) auch δωδεκέτους im gen.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
âgé de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκέτης: тж. Anth. δωδεκέτους 2 двенадцатилетний Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκέτης: ἢ -ετής, ὁ, δώδεκα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, Καλλ. Ἐπ. 20, Πλούτ. Αἰμιλ. 35· - θηλ. -έτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 11. 70· ἴδε δεκαετής.

Greek Monolingual

δωδεκέτης και δωδεκετής και δωδεχέτης, ο (θηλ. δωδεκέτις, η) (Α)
ο δωδεκαετής.

Greek Monotonic

δωδεκέτης: ή -ετής, ὁ, δωδεκάχρονος, σε Πλούτ.· θηλ. -έτις, -ίδος, σε Ανθ.

Middle Liddell


twelve years old, Plut.:—fem. δωδεκέτις, Anth.