κνηκίς
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A pale spot, especially in the heavens, Call.Fr.anon.36; κ. νεφώδεις Cleom.2.1 (pl.), cf. Plu.2.581f, Anon.Intr.Arat.p.126 M.
II pale-coloured antelope, Hsch.
III fine skin, Id.
IV = μελανία, Id.
German (Pape)
[Seite 1460] ίδος, ἡ, ein falber, bleicher Fleck, bes. ein Wölkchen am Himmel, Suid., das Sturm verheißt, διαδρομὴ κνηκίδος ἀραιᾶς Plut. gen. Socr. 12. – Auch ein Fleck auf dem Auge u. eine Gazellenart, Hesych., wo κνῆκις steht.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
nuage jaunâtre ; orage, ouragan.
Étymologie: κνηκός.
Russian (Dvoretsky)
κνηκίς: ίδος ἡ желто-бурое облако (предвещающее бурю) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκίς: ῖδος, ἡ, ὠχρὰ κηλίς, ἰδίως ἐν τῷ οὐρανῷ, ὠχρὸν καὶ ἀμαυρὸν νέφος, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ., Πλούτ. 2. 581F. ΙΙ. ὠχρὸν ἔχουσα τὸ χρῶμα ἔλαφος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. λαμπρὸν δέρμα ἢ ἐπιδερμίς, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
κνηκίς, -ίδος, ή (AM) κνήκος
1. ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό
2. στιλπνό, λαμπερό δέρμα
3. φρ. «κνηκίς ελαφος» — ελάφι με κιτρινωπό, λαμπερό τρίχωμα.