κορασίδα

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

η (Μ κορασίδα και κορασίς, -ίδος)
1. νεαρή γυναίκα, κοράσι
2. ακόλουθος, θεραπαινίδα
νεοελλ.
είδος αχλαδιού με κοκκινωπή φλούδα
μσν.
κόρη, θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράσ-ιον + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. ακατίς, κληματίς)].