ἀναφράζομαι

From LSJ
Revision as of 11:41, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

German (Pape)

[Seite 214] = wieder betrachten oder erkennen, Od. 19, 391 μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν ἀμφράσσαιτο.

French (Bailly abrégé)

ao. opt. sync. 3ᵉ sg. ἀμφράσσαιτο;
reconnaître.
Étymologie: ἀνά, φράζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφράζομαι: поэт. ἀμφράζομαι узнавать, замечать (τι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφράζομαι: μέσ., ἐπιγινώσκω, ἀναγνωρίζω, μὴ .. οὐλὴν ἀμφράσσαιτο Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος.

English (Autenrieth)

aor. opt. ἀμφράσσαιτο: remark again, recognize, Od. 19.391†.

Greek Monotonic

ἀναφράζομαι: Επικ. αορ. αʹ -εφρασσάμην — Μέσ., έχω επίγνωση κάποιου πράγματος, αντιλαμβάνομαι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Mid. to be ware of a thing, perceive, Od.