ἀποσπεύδω
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
English (LSJ)
fut. -σπεύσω, to be zealous in preventing, dissuade earnestly, τὴν συμβολήν the engagement, Hdt.6.109: c.acc. et inf., ἀ. ξέρξεα στρατεύεσθαι Id.7.17: abs., opp. ἐπισπεύδω, ib.18, Th.6.29.
Spanish (DGE)
desaconsejar, disuadir Ξέρξην στρατεύεσθαι Hdt.7.17
•abs. ser contrario u opuesto ἢν δὲ <τὴν> τῶν ἀποσπευδόντων τὴν συμβολὴν ἕλῃ si prefieres la opinión de los que son contrarios (a la batalla) Hdt.6.109, ἀποσπεύδων μοῦνος ἐφαίνετο él solo parecía opuesto Hdt.7.18
•desistir Th.6.29, cf. D.C.46.17.7.
German (Pape)
[Seite 326] 1) eifrig hintertreiben, abrathen, τί Her. 6, 109 (πόλεμον Dion. Hal. 6, 51); abhalten, τινά 2, 17, mit folgdm inf. – 2) im Eifer wofür nachlassen, Thuc. 6, 29, od. dagegen sich bemühen.
French (Bailly abrégé)
dissuader fortement : τι qch ; τινά avec l'inf. qqn de faire qch.
Étymologie: ἀπό, σπεύδω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσπεύδω: всячески отговаривать, удерживать (τι и τινὰ ποιεῖν τι Her.; ἀποτρέπειν καὶ ἀ. Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπεύδω: μέλλ. -σπεύσω, προσπαθῶ παντὶ τρόπῳ νὰ ἐμποδίσω, ἀποτρέπω, ἤν τῶν ἀποσπευδόντων τὴν συμβουλὴν ἕλῃ Ἡροδ. 6. 109· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἆρα σὺ δὴ ἐκεῖνος εἶς ὁ ἀποσπεύδων Ξέρξεα στρατεύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ὁ αὐτ. 7. 17· ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπισπεύδω, καὶ Ἀρτάβανος, ὅς πρότερον ἀποσπεύδων μοῦνος ἐφαίνετο, τότε ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν ὁ αὐτ. 18, Θουκ. 6. 29.
Greek Monolingual
ἀποσπεύδω (Α)
1. προσπαθώ να εμποδίσω, να αποτρέψω κάτι με κάθε τρόπο
2. ενεργώ με βραδύτητα.
Greek Monotonic
ἀποσπεύδω: μέλ. -σπεύσω, προσπαθώ με ζήλο να εμποδίσω κάτι, αποτρέπω, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., ἀποσπεύδων Ξέρξεα στρατεύεσθαι, στον ίδ.
Middle Liddell
to be zealous in preventing a thing, Hdt.; c. acc. et inf., ἀπ. Jέρξεα στρατεύεσθαι Hdt.