προδωσίκομπος
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
[ῐ], προδωσίκομπον, boaster who breaks his word, Phot., Suid., Eust.710.12: in codd. wrongly written προδοσίκομπος.
Greek (Liddell-Scott)
προδωσίκομπος: -ον, κομπαστής, καυχηματίας μὴ ἐμμένων εἰς τοὺς λόγους του, «ὁ εἰς μάτην ὑποσχετικός, ὁ τὰς ἑαυτοῦ ὑποσχέσεις ἐν οὐδενὶ τιθέμενος, ἀλλὰ προδιδούς» Εὐστ. 710. 12, Φώτ., Σουΐδ.· ἐν Ἀντιγράφοις ἡμαρτημένως φέρεται προδοσ-, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 770.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που κομπάζει, που καυχιέται ή που υπόσχεται πολλά, αλλά δεν κρατά τον λόγο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. προδωσ- του προδίδωμι + κόμπος (Ι) «κομπασμός, καυχησιολογία»].