προδωσίκομπος

From LSJ
Revision as of 06:41, 8 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδωσῐ́κομπος Medium diacritics: προδωσίκομπος Low diacritics: προδωσίκομπος Capitals: ΠΡΟΔΩΣΙΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: prodōsíkompos Transliteration B: prodōsikompos Transliteration C: prodosikompos Beta Code: prodwsi/kompos

English (LSJ)

[ῐ], προδωσίκομπον, boaster who breaks his word, Phot., Suid., Eust.710.12: in codd. wrongly written προδοσίκομπος.

Greek (Liddell-Scott)

προδωσίκομπος: -ον, κομπαστής, καυχηματίας μὴ ἐμμένων εἰς τοὺς λόγους του, «ὁ εἰς μάτην ὑποσχετικός, ὁ τὰς ἑαυτοῦ ὑποσχέσεις ἐν οὐδενὶ τιθέμενος, ἀλλὰ προδιδούς» Εὐστ. 710. 12, Φώτ., Σουΐδ.· ἐν Ἀντιγράφοις ἡμαρτημένως φέρεται προδοσ-, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 770.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που κομπάζει, που καυχιέται ή που υπόσχεται πολλά, αλλά δεν κρατά τον λόγο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. προδωσ- του προδίδωμι + κόμπος (Ι) «κομπασμός, καυχησιολογία»].