νεουργέω
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
English (LSJ)
invent new things, f.l. in Alciphr.3.51.
German (Pape)
[Seite 245] neu machen, erneuern, Sp., die auch davon νεούργημα bilden.
French (Bailly abrégé)
νεουργῶ :
renouveler, restaurer.
Étymologie: νεουργός.
Russian (Dvoretsky)
νεουργέω: делать новым, обновлять Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νεουργέω: ποιῶ τι νέον, ἀνακαινίζω, Ἀνθ. Π. παράρτ. 357, Ἀλκίφρ. 3. 52.
Greek Monotonic
νεουργέω: κατασκευάζω κάτι εκ νέου, ανακατασκευάζω, ανακαινίζω κάτι, σε Ανθ.