συντερμονέω

From LSJ
Revision as of 18:41, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντερμονέω Medium diacritics: συντερμονέω Low diacritics: συντερμονέω Capitals: ΣΥΝΤΕΡΜΟΝΕΩ
Transliteration A: syntermonéō Transliteration B: syntermoneō Transliteration C: syntermoneo Beta Code: suntermone/w

English (LSJ)

march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.

French (Bailly abrégé)

συντερμονῶ :
être limitrophe de, τινι.
Étymologie: συντέρμων.

German (Pape)

mit Einem grenzen, Grenznachbar sein, τινί, Pol. 2.21.9 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

συντερμονέω: быть сопредельным, граничить (τῇ τῶν Λατίνων χώρᾳ Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.

Greek Monotonic

συντερμονέω: μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με, τινί, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to border on, τινί Polyb. [from συντέρμων